- ενδιαφερόμενοι
- заинтереcирани
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
δακτυλογραφία — Μέθοδος γραφής που βασίζεται στη χρήση της γραφομηχανής. Ο όρος δ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές λειτουργούν με χτύπημα ή άγγιγμα του δάχτυλου σε κατάλληλα πλήκτρα, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ένας ή περισσότεροι… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
ληξιαρχείο — Δημόσια υπηρεσία επιφορτισμένη με την τήρηση βιβλίων τα οποία ονομάζονται ληξιαρχικά και στα οποία καταχωρούνται τα γεγονότα που αφορούν την προσωπική κατάσταση κάθε προσώπου: γεννήσεις, βαπτίσεις, γάμοι, θάνατοι. Σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία … Dictionary of Greek